νίκησις

νίκησις
νίκησις, ἡ (ΑΜ) [νικώ]
νίκη σε πόλεμο ή σε αγώνες («νίκησις πολέμου», Λίβ. και Ροδ.)
μσν.
φρ. «δίδω νίκησιν» — βοηθώ κάποιον να νικήσει, ενισχύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”